νεστοριανός

νεστοριανός
-ή, -ό (Μ νεστοριανός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με τον Νεστόριο
2. (το αρσ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) οι νεστοριανοί
οι οπαδοί τής αίρεσης τού Νεστορίου.
επίρρ...
νεστοριανῶς (Μ)
κατά το δόγμα τού Νεστορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεστόριος + κατάλ. -ανός (πρβλ. Ασι-ανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεστόριος — (Γερμανίκεια, Συρία ; – 451). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (428 432). Ο Ν., ενώ εγκαινίασε την πατριαρχική του σταδιοδρομία με πνεύμα αυστηρά ορθόδοξο και διαθέσεις εχθρικές κατά των αιρετικών, λίγο μετά την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο… …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՍՏՈՐԻԱՆՈՍ — (ի, աց.) NBH 2 0413 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. νεστοριανός nestorianus. Նեստորական, որպէս հետեւօղ նեստորի կամ աղանդոյ նորա. *տե՛ս զայս ընդդէմ նեստորիանոսացն: Ընդդէմ նեստորիանոսացն եւ եւտիքիանոսացն. Մաքս. ի դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”