- νεστοριανός
- -ή, -ό (Μ νεστοριανός, -ή, -όν)1. ο σχετικός με τον Νεστόριο2. (το αρσ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) οι νεστοριανοίοι οπαδοί τής αίρεσης τού Νεστορίου.επίρρ...νεστοριανῶς (Μ)κατά το δόγμα τού Νεστορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεστόριος + κατάλ. -ανός (πρβλ. Ασι-ανός)].
Dictionary of Greek. 2013.